ματσακονίζω

ματσακονίζω
[ματσακόνι]
τεχνολ. καθαρίζω ελάσματα από οξειδώσεις ή παλιά χρώματα, χτυπώντάς τα με το ματσακόνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”